- γλωσσολύτης
- οο γλωσσοδέτης (το παιγνίδι).[ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + λύτης < λύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στον Εμμανουήλ Ροΐδη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γλωσσολύτης — ο ο γλωσσοδέτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek